- ποδίκεψ
- (podiceps). Γένος υδρόβιων πτηνών με μέγεθος μέτριο ή μικρό (από 25-50 εκ.). Ανήκουν στην οικογένεια των ποδοκιπιτιδών. Έχουν χρώμα σκούρο αλλά την εποχή της αναπαραγωγής εμφανίζουν νυμφική «στολή». Οι π., που τρέφονται με ψάρια, κολυμπούν στο νερό εύκολα, ενώ αντίθετα, πετούν με δυσκολία και δυσκολεύονται πολύ στο βάδισμα. Τα πόδια τους είναι τοποθετημένα πολύ πίσω, σε σχέση με το μήκος του σώματός τους. Τα δάχτυλά τους έχουν μεμβρανώδεις λοβούς, η ουρά τους είναι υποτυπώδης και τα φτερά τους κοντά. Οι φωλιές που κατασκευάζουν επιπλέουν στο νερό. Στην Ελλάδα ζουν δύο είδη, οπ. ο λοφιοφόρος, γνωστός κυρίως ως κωλοβούτι ή κολυμβίδα, που είναι το πιο μεγαλόσωμο και ο π. ο εροθρόλαιμος γνωστός ως κακαειδού.
* * *ο, Νζωολ.επιστημονική ονομασία τού πουλιού βουτηχτάρα, γνωστού και με τη λόγια ονομασία αίθυια.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. podiceps, τ. σχηματισμένος ανώμαλα από τα λατ.: podex, -icis «πρωκτός» και pes, pedis «πόδι»].
Dictionary of Greek. 2013.